Αρχική ΓΝΩΜΕΣ Το Ισλάμ κάποτε

Το Ισλάμ κάποτε

0
arabs

Οι συνεχείς βαρβαρότητες των τζιχαντιστών, που οραματίζονται τη δημιουργία του μεγάλου χαλιφάτου στη Συρία και το Ιράκ και όχι μόνο (ISIS), κατά ανθρώπων, κυρίως, και κατά πολιτιστικών μνημείων και πόλεων δεν θυμίζει σε τίποτα την εποχή που κάποτε το Ισλάμ μεσουρανούσε ως φάρος πολιτισμού και μέσο διακίνησης ιδεών.

Τον 10ο αιώνα μ.Χ. – εποχή του πιο σκληρού ανταγωνισμού Βυζαντινών και Αράβων – ο πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως και αντιβασιλεύς της αυτοκρατορίας Νικόλαος Μυστικός, στην επιστολή που απηύθυνε προς το χαλίφη της Βαγδάτης Al-Muqtadir αναφέρει χαρακτηριστικά: “Υπάρχουν δύο μεγάλες εξουσίες στη γη, αυτή των Σαρακηνών (Αράβων) και αυτή των Ρωμαίων (Βυζαντινών), οι οποίες υπερτερούν όλων των άλλων και λάμπουν όπως οι δύο μεγάλοι φάροι του στερεώματος’’.

Επειδή οι πολεμικές αναμετρήσεις εναλλάσσονταν με περιόδους ειρηνικής επικοινωνίας ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Άραβες, το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν εμπορικές και πολιτισμικές επαφές.

Μάλιστα οι μορφωμένοι χριστιανοί των κατακτημένων περιοχών υπήρξαν η κύρια πηγή γνώσεων για τους Άραβες. Ο διακεκριμένος βυζαντινολόγος Στήβεν Ράνσιμαν τονίζει ότι «οι Άραβες που είχαν έρθει από την έρημο ήταν άνθρωποι απλοϊκοί, λίγοι ήξεραν γράμματα και αποπνέανε τον ασκητισμό. Όλες σχεδόν τις λεπτότητες που απέκτησαν αργότερα, τις πήραν από τους λαούς που υπέταξαν, μερικές από τους Πέρσες, αλλά πολύ περισσότερες από τον ελληνίζοντα σημιτικοχριστιανικό πολιτισμό της Συρίας και της Αιγύπτου, πολιτισμό που ήταν ήδη βυζαντινός και εξακολουθούσε να τροφοδοτείται συνεχώς από το Βυζάντιο και μετά την κατάκτηση».

Οι πρώτοι άνθρωποι που ένωσαν τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό με τον αραβικό πολιτισμό, με το μεταφραστικό τους έργο ήταν οι νεστοριανοί σύριοι, οι οποίοι κατέφυγαν στην Περσία εξαιτίας των διωγμών που υπέστησαν από το Βυζάντιο. Τα συριακά είναι μια σημιτική γλώσσα, όπως αυτή των Αράβων και των Εβραίων. Η ομοιότητα των δύο γλωσσών είχε κομβική σημασία για τις μεταφράσεις. Ο σημαντικότερος από τους μεταφραστές ήταν ο Χουναίν Ιμπν Ισχάκ, γνωστός ως Ιωαννίτιος, που σπούδασε ιατρική και στη συνέχεια ταξίδεψε μελετώντας την ελληνική γλώσσα και ιδίως τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Γαληνού, από τα οποία κράτησε ένα μεγάλο αρχείο, τη Ρισάλα, έργο ανεκτίμητης αξίας για τους σύγχρονους ιστορικούς.

Τα πρώτα χρόνια, μετά την Εγίρα του Μωάμεθ, οι Άραβες αντιμετωπίστηκαν ως ένας είδος χριστιανικής αίρεσης. Όπως γράφει στο βιβλίο του “Το Κοράνιο και το Βυζάντιο” ο Αιγύπτιος ελληνιστής Άλι Νουρ, «ο χριστιανικός κόσμος βασιζόταν τότε κυρίως στα ελληνικά γράμματα, ένεκα της βυζαντινής Εκκλησίας. Η βυζαντινή Εκκλησία τροφοδοτούσε τις άλλες Εκκλησίες της Αφρικής και της Ασίας με ιεραποστόλους, επισκόπους και άλλους κληρικούς. Αλλά και τους αιρετικούς ακόμη η Βυζαντινή Εκκλησία εφοδίαζε δια πλείστων θρησκευτικών και επιστημονικών στοιχείων, των οποίων οι ορισμοί έμειναν απαράλλακτοι σε πολλές ξένες γλώσσες. Στην αραβική διάλεκτο της Υεμένης εμφανίζονται λέξεις με καθαρά ελληνικές ρίζες. Η δε αραμαϊκή, η οποία μετονομάσθηκε σε συριακή κατά τους βυζαντινούς αιώνες, περιέχει αρκετά στοιχεία που μαρτυρούνε την μεγάλη ελληνική επίδραση. Ακόμα και το Κοράνι μαρτυρά σοβαρή επίδραση από τα, γραμμένα στην ελληνική γλώσσα, Ευαγγέλια. Ελληνικής καταγωγής υπήρξαν πολλοί Άραβες γραμματικοί, ερμηνευτές του Κορανίου, ιστορικοί, νομικοί, ποιητές, όπως ο Ίμπν Ελ Ρούμι, και βιβλιογράφοι, όπως ο Άμπντ Ελ Ρούμι. Επίσης υπάρχει φιλολογική σχέση και επίδραση μεταξύ του κειμένου του Κορανίου και του ελληνικού κειμένου της Αγίας Γραφής. Οι επιδράσεις αυτές αναφέρονται κυρίως στο ζήτημα της δημιουργίας του κόσμου, στο ζήτημα της Δευτέρας Παρουσίας, σε Προφήτες και Αποστόλους. Μάλιστα είναι δυνατόν να ανιχνευθούν στο κορανικό κείμενο αραβοελληνικές λέξεις όπως χυντάρ δηλαδή ύδωρ, χουτ δηλαδή κήτος, δέφυρα δηλαδή γέφυρα, ιγγίλ δηλαδή ευαγγέλιον, ουαρ δηλαδή αργύριον, κιρτάς δηλαδή χάρτης, ζούχρουφ δηλαδή ζωγραφική, χουάρι δηλαδή ιερεύς, νούχα δηλαδή νους, και πολλές άλλες».

Μεγάλη ήταν και η επίδραση του βυζαντινού πολιτισμού στον αραβικό, ιδίως στον τομέα της φιλοσοφίας και κυρίως με την εμφάνιση των μουταζιλιτών. Με το όνομα αυτό έμειναν γνωστοί οι πρώτοι διανοητές θεολόγοι του Ισλάμ, οι οποίοι έδωσαν την αρχική συστηματική μορφή στην επιστήμη της ισλαμικής θεολογίας. Οργανωμένοι από τις αρχές του 8ου μ.Χ. αιώνα, καταρχήν στη Βασόρα και στη συνέχεια στη Βαγδάτη, αποτέλεσαν θρησκευτική κίνηση με πολιτικούς σκοπούς. Επειδή απέκλιναν από ορισμένες επίσημες αρχές ερμηνείας του Ισλάμ, οι αντίπαλοί τους θεολόγοι τους ονόμασαν Μουτάζιλα (Mu’tazila), δηλαδή διαφοροποιημένους, απομακρυσμένους από την πίστη.

Οι Μουταζιλίτες, επηρεασμένοι από το ελληνικό Βυζάντιο, χρησιμοποίησαν μεθόδους της ελληνικής διαλεκτικής και τόνισαν τον ρόλο του λόγου στην έκθεση των αξιών της ισλαμικής πίστης, χρησιμοποιώντας τους αριστοτελικούς όρους «ουσία» και «συμβεβηκός». Οι απόψεις τους όμως, ιδιαίτερα αυτές που αφορούν την ουσία του θεού και την προέλευση του Κορανίου, προκάλεσαν σάλο στην ισλαμική κοινότητα και οι Μουταζιλίτες επιστράτευσαν τα επιχειρήματα της ελληνικής φιλοσοφίας, ιδιαίτερα της Αριστοτελικής Λογικής, για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους.

Επίσης, ο Χαλίφης της Βαγδάτης Αλ-Μαμούν (813-833) που ήταν ένθερμος υποστηρικτής της φιλοσοφίας και επιθυμούσε να διδάσκεται η αρχαία φιλοσοφία στα πνευματικά ιδρύματα του χαλιφάτου του, ίδρυσε το 830 στη Βαγδάτη τον «Οίκο της Σοφίας», ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, όπου συγκέντρωσε τους πιο σοφούς ανθρώπους του βασιλείου του και με κάθε μέσο βοήθησε στη συγγραφή φιλοσοφικών έργων και στη μετάφραση των Ελλήνων φιλοσόφων. Από τότε ο Αριστοτέλης ονομάστηκε ο «πρώτος διδάσκαλος» και θεωρήθηκε ισότιμος του προφήτη Μωάμεθ. Από τον 9ο μ.Χ. αιώνα ήταν αυτονόητη η μελέτη του στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα των Αράβων. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι υπό τις παραπάνω επιρροές, η συγκεκριμένη περίοδος από τον 8ο έως τον 13ο αιώνα χαρακτηρίστηκε ως Χρυσή Ισλαμική Περίοδος.

Μεγάλη επίδραση είχαν οι Μουταζιλίτες Άραβες φιλόσοφοι που σχολίασαν τα έργα του Αριστοτέλη, που έγινε γνωστός σε αυτούς κυρίως από τον εκπρόσωπο της Σχολής της Αλεξανδρείας Ιωάννη Φιλόπονο. Βασικός στόχος της μουσουλμανικής φιλοσοφίας ήταν η εναρμόνιση της ελληνικής σκέψης με την ισλαμική παράδοση, ώστε να εκφραστεί το Ισλάμ και με νέους τρόπους. Διακεκριμένο ρόλο κατέχουν ο Αβικέννας (Ibn Sina, 980-1037) στην Ιατρική, ο Αβερρόης (Ibn Rushd, 1126-1198) στην φιλοσοφία και την αστρονομία, ο Al Farabi (872-950) στη φιλοσοφία της θρησκείας και την επιστημολογία, ο Al Khwarizmi (780-850) στα μαθηματικά ως δημιουργός της Άλγεβρας, ο Al-Razi (864-930) στη φαρμακευτική και τη χημεία, και πολλοί άλλοι.

Η πνευματική επιρροή του βυζαντινού πολιτισμού στους Άραβες υπήρξε συνεχής και αδιάκοπη. Δεν είναι τυχαίο ότι σπουδαίες πνευματικές μορφές του Βυζαντίου, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, που δίδασκε στο Πανδιδακτήριο, δηλαδή το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, είχαν και πολυάριθμους άραβες μαθητές. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός προσεκλήθη από τον χαλίφη της Βαγδάτης στην Αυλή του για να οργανώσει Σχολή.

Έτσι, παράλληλα με το Βυζάντιο, ο αραβικός κόσμος αποτέλεσε ένα ακόμη εργαστήριο της ελληνικής παιδείας που όχι μόνο ως σκοπό είχε τη διάσωση και διάδοση της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από το Βυζάντιο στην Δύση, αλλά ταυτόχρονα στάθηκε η αφορμή για τη δημιουργία φιλοσοφικών και θεολογικών ρευμάτων που απασχόλησαν όλες τις ισλαμικές κοινότητες και που αποτέλεσαν πηγή προβληματισμού και σκέψης.

Κάτι που σήμερα όχι μόνο δεν υφίσταται αλλά και φαίνεται πως δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά.

Νίκος Σεργκενλίδης
Δικηγόρος
Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από Νίκος Σεργκενλίδης
Περισσότερα άρθρα από ΓΝΩΜΕΣ
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Έπος Καραγκιοζιάδα – Εθνική Φαρσοκωμωδία*

«Τα λόγια του παράλογα, μα τόσο λογικά σε εποχές απέραντης απερισκεψίας» Δημήτρης Αβούρης …