Οδοιπορικό σε αλησμόνητες πατρίδες του ποντιακού ελληνισμού
Ο Γ. Ναβροζίδης περιγράφει αισθήματα και μνήμες που ζωντανεύουν στον Πόντο του σήμερα
Για πολλούς συμπατριώτες μας ένα οδοιπορικό στα παράλια του Εύξεινου Πόντου αποτελεί ένα σεργιάνι μνήμης σε πατρίδες, που μπορεί να είναι πια σβησμένες από τους επίσημους χάρτες, αλλά παραμένουν ζωντανές στις καρδιές τους. Η παρουσία των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου χρονολογείται από την αρχαιότητα. Αφού εξερεύνησαν πρώτα διεξοδικά το Αιγαίο, οι Έλληνες θαλασσοπόροι ξεκίνησαν να κατακτήσουν την αφιλόξενη και γεμάτη τρομερούς κινδύνους θάλασσα του «Άξενου» Πόντου. Και κατάφεραν τελικά να δαμάσουν την κλειστή υδάτινη λεκάνη του Πόντου, που έγινε μια θάλασσα φιλόξενη, «εύξεινος» και ελληνική. Με μια παρουσία τριών χιλιάδων χρόνων που διακόπηκε βίαια. Σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά την συστηματική γενοκτονία και τον οριστικό ξεριζωμό του Ποντιακού Ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες, στις παλιές ελληνικές γειτονιές της Σινώπης, της Σαμψούντας και της Τραπεζούντας, τα γερασμένα νεοκλασικά αρχοντικά, τα ιστορικά κτίσματα και οι μισογκρεμισμένες χριστιανικές εκκλησίες στέκουν βουβοί μάρτυρες του ένδοξου παρελθόντος, «δείχνοντας» με περηφάνια την καταγωγή τους.
Ένα ταξίδι ζωής στα μέρη που χτυπά η καρδιά των Ποντίων
Το 2009 ο ξανθιώτης, ποντιακής καταγωγής, Γιώργος Ναβροζίδης, που ζει στο χωριό Λευκόπετρα του δήμου Αβδήρων, επισκέφτηκε την γενέτειρα των προγόνων του. Σε ένα ταξίδι ζωής, γεμάτο συγκίνηση και έντονα συναισθήματα, γνώρισε από κοντά τα μέρη που είχαν χαραχθεί στην μνήμη και στην καρδιά του μέσα από τις διηγήσεις των γονιών και των παππούδων του. Ένα οδοιπορικό που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφασή του να συγγράψει ένα βιβλίο, ένα λεύκωμα με πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό, φόρο τιμής στους προγόνους του που δεν λύγισαν κάτω από την βίαιη έξωσή τους από τα πατρογονικά εδάφη, αλλά με δύναμη ψυχής, αποφασιστικότητα και εργατικότητα έστησαν την ζωή τους στην νέα τους πατρίδα. Το βιβλίο με τίτλο ‘’Ανάμεσα σε δυο πατρίδες’’ εκδόθηκε από τον Πολιτιστικό Σύλλογο Λευκόπετρας και στις σελίδες του σκιαγραφούνται αναμνήσεις και παρελαύνουν κάτοικοι που γεφύρωσαν το γεωγραφικό χάσμα και ενσωματώθηκαν με επιτυχία στην ελληνική κοινωνία. Μια επίπονη συλλογή υλικού στην οποία βοήθησαν η φιλόλογος Όλγα Παπαδοπούλου και οι Αναστάσιος Τσαχουρίδης και Αναστάσιος Λαζαρίδης.
Ζωντανή ακόμη η ελληνική παρουσία στον Πόντο
Το ταξίδι στα παράλια του Πόντου ξεκίνησε το 2009 από την Ξάνθη με λεωφορείο, σε μια εκδρομή που οργάνωσε το ΚΑΠΗ Ξάνθης και στην οποία συμμετείχαν 30 κάτοικοι του χωριού Λευκόπετρα, που ποθούσαν να επισκεφθούν τα πάτρια εδάφη. Όσοι επισκέπτονταν πρώτη φορά τα μέρη αυτά, ξαφνιάστηκαν ευχάριστα από τις άριστες υποδομές του οδικού δικτύου, την καθαριότητα όλων των πόλεων τις οποίες επισκέφθηκαν και την φιλόξενη και αυθόρμητα εγκάρδια υποδοχή των ντόπιων. Όπως χαρακτηριστικά είπε στο «Ε» ο κ. Ναβροζίδης, «με το που σταματήσαμε στο πρώτο εστιατόριο του Πόντου, καταλάβαμε ότι βρισκόμασταν σε οικεία μέρη. Το μενού ήταν γεμάτο με ποντιακά φαγητά που μάθαμε να τρώμε από τις μανάδες μας, όπως πουρέκια, πισία, κουσκούσια, τραχανάδες, βαρένικα, λαλάγγια, μαντί, σαρμάδες με μαύρο λάχανο, ωτία, σορβά και πολλά άλλα. Δεν αντιμετωπίσαμε κανένα πρόβλημα στην επικοινωνία, αφού οι περισσότεροι κάτοικοι μιλούν την ποντιακή διάλεκτο, χορεύουν και τραγουδούν τα ποντιακά τραγούδια και έχουν σε πολλά μέρη αγάλματα με την παραδοσιακή ποντιακή φορεσιά και την αθάνατη λύρα του Πόντου».
Προσκύνημα στα μέρη της καρδιάς και της μνήμης
Το ταξίδι, αν και ολιγοήμερο, αποτέλεσε για τους εκδρομείς μοναδική ευκαιρία να δουν από κοντά τα μέρη και τα μνημεία για τα οποία άκουγαν στις διηγήσεις και ανάμεσα στους στεναγμούς των ξεριζωμένων παππούδων. Η όμορφη Σαμψούντα με το πολύβουο λιμάνι της, που διατηρεί την χάρη παλιότερων εποχών, έγινε ορμητήριο για τον κ. Ναβροζίδη, που επισκέφθηκε το χωριού Οξέ της επαρχίας Αμασείας, από όπου καταγόταν ο θείος του. Με ερωτήσεις και έρευνα βρήκε τελικά το πετρόκτιστο σπίτι του θείου Σαμπλίδη, ο οποίος τον είχε ορμηνέψει να ψάξει στο πλατύσκαλο της εισόδου κάτω από την μεγάλη πέτρα. Όταν έφτασε εκεί αντίκρισε στην θέση της μια τσιμεντένια πλάκα. Η γερόντισσα σπιτονοικοκυρά τού ζήτησε συγγνώμη που αφαίρεσαν τα χρήματα που βρήκαν, λέγοντάς του ότι ήταν δικό τους τυχερό. Μπήκε όμως στο δωμάτιο φέρνοντάς του έναν ξύλινο σταυρό, που ήταν θαμμένος μαζί με τα χρήματα. Ο κ. Ναβροζίδης τον ασπάστηκε κάνοντας τον σταυρό του και έκπληκτος είδε την πόντια γιαγιά να φιλάει και αυτή τον σταυρό, αφού πρώτα έκανε τον σταυρό της.
Συγκινητικές ιστορίες ενός λαού που δεν ξεχνάει
Καθ’ όλη την διάρκεια της παραμονής του στην ποντιακή γη, ο κ. Ναβροζίδης αντιμετώπισε μια ζεστή αγκαλιά από τους ντόπιους, άλλοτε έμμεση, πολλές φορές όμως άμεση και συγκινητική. Χαρακτηριστική η στιγμή που με τον φίλο του Σάββα Κεκετσίδη πήγαν να πιουν νερό από μια υπαίθρια βρύση της Τραπεζούντας. Μόλις άκουσε την προτροπή στα ποντιακά μια ηλικιωμένη πόντια τουρκάλα, τους αγκάλιασε γεμάτη συγκίνηση, λέγοντάς τους ότι είναι δικοί της άνθρωποι. Την ίδια αντίδραση είχαν όταν γνωρίστηκαν τυχαία σε ένα μαγαζί με νεαρό Τραπεζούντιο. Όταν τηλεφώνησε στην μητέρα του να της πει ότι κάθεται παρέα με πόντιους από την Ελλάδα, η γιαγιά του που βρισκόταν στο σπίτι σκίρτησε από χαρά και απαίτησε να την επισκεφθούν στο σπίτι. Εκεί τους αγκάλιαζε και τους χάιδευε συνομιλώντας μαζί τους στα ποντιακά, με μάτια δακρυσμένα, σαν να αντίκριζε συγγενείς χαμένους από χρόνια.
Σουμελά: η Παναγία των Ποντίων
Το προσκύνημα στα ματωμένα χώματα του Πόντου δεν θα μπορούσε να είναι ολοκληρωμένο χωρίς την επίσκεψη στο ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελάς. Η μοναστική αετοφωλιά, σκαρφαλωμένη και γαντζωμένη στον απόκρημνο βράχο του όρους Μελά, ήταν για αιώνες ο θρησκευτικός φάρος του ποντιακού ελληνισμού. «Προτίμησα να ανέβω από τον παλιό δρόμο με τα πόδια, όπως ανέβαιναν στο μοναστήρι οι πρόγονοί μας και όχι με το αυτοκίνητο. Παρά την κούραση, η εμπειρία ήταν μοναδική, η θέα σου κόβει την ανάσα και νιώθεις τον αετό του Πόντου να πετά και πάλι ψηλά πάνω από τα όρη της Ματσούκας», μας λέει ο κ. Γιώργος, που έψαλε με τους συγχωριανούς του και άναψε κερί μνήμης και ευλαβείας στον αύλειο χώρο της μονής. Τίμησε βέβαια και τον αρρενωπό ποντιακό χορό, με ντόπιους λυράρηδες να γλεντούν ακόμη στους ίδιους σκοπούς. Στους σκοπούς αυτούς κλήθηκαν να χορέψουν και σε γάμο που έγινε στο ξενοδοχείο που έμεναν, όπου τον κύριο λόγο είχε η ποντιακή λύρα.
Μνήμες ολοζώντανες, βιώματα που μεταλαμπαδεύονται από γενιά σε γενιά μέσα από την γλωσσολαλιά του Πόντου, μέσα από χορούς και τραγούδια, συνταγές και φορεσιές, γιατί το παρελθόν μπορεί να ορίζει και να φωτίζει δημιουργικά το παρόν και το μέλλον κάθε γενιάς.
Χ.Δ.