Γνωρίζοντας το Λαογραφικό Μουσείο Ξάνθης, τα εκθέματα, τα μυστικά και το προφίλ των επισκεπτών του
Π. Ξανθόπουλος: «Να προτείνουμε στους δικούς μας επισκέπτες να ξεναγηθούν στο μουσείο γιατί η εμπειρία του μπορεί να μας κάνει να νιώθουμε υπερήφανοι για την πόλη μας»
Στην καρδιά της Παλιάς Πόλης βρίσκεται ένα από τα πιο επιβλητικά κτίρια της Ξάνθης. Ένα κτίριο στο οποίο παντρεύεται η ευρωπαϊκή κουλτούρα με αυτήν την αναπτυγμένης Ανατολής. Ένα νεοκλασικό αρχοντικό που στέκει σαν ανοιχτό βιβλίο και περιμένει να ταξιδέψει τους επισκέπτες του στην ιστορία της πόλης, από την στιγμή της ακμής μέχρι την παρακμή της. Ένα Λαογραφικό Μουσείο διαφορετικό από όλα τα άλλα, καθώς ο επισκέπτης του γίνεται μέρος της καθημερινότητας των Ξανθιωτών του 18ου-19ου αιώνα μέσα από τα σενάρια που έχουν δημιουργηθεί και επιλέγονται ανάλογα με το προφίλ του κάθε επισκέπτη.
Εικόνες της αγροτικής και τις αστικής ζωής αλλά και ο χρόνος εναλλάσσονται από δωμάτιο σε δωμάτιο καθιστώντας τον κάθε επισκέπτη μάρτυρα της ιστορίας της κυράς της Θράκης, της επιρροής του καπνού στην πόλη με τα χίλια χρώματα.
Η ιστορία του Μουσείου
Το 1975 η ΦΕΞ προχώρησε στην αγορά μέρος του κτιρίου και στην συνέχεια της παραχωρήθηκε το υπόλοιπο από τον Δήμο στον οποίο το είχε δωρίσει η κ. Καλούδη. Έτσι ως ενιαίο κτήριο πλέον ξεκίνησε να λειτουργεί ως το Λαογραφικό Μουσείο Ξάνθης, στεγάζοντας την πρώτη συλλογή με αντικείμενα που είχαν συγκροτηθεί και οργανωθεί από την ΦΕΞ αλλά και από κάποια που είχαν δανειστεί. Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι τα εκθέματα στήθηκαν από την Πόπη Ζώρα, μια από τις πιο σπουδαίες ελληνίδες Λαογράφους.
Το μουσείο, όμως, είχε αρκετά κτιριακά προβλήματα με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια πρώτη φάση εργασιών γύρω στα 1990-1995, η οποία όμως αποδείχθηκε άκαρπη, αφού το κτίριο εξωτερικά έμπαζε νερά. Έτσι, το 2000 με την συμβολή πάντα του Δήμου Ξάνθης εντάχθηκε σε ένα ευρωπαϊκό πρόγραμμα και ξεκίνησαν μια σειρά από εργασίες για την εξωτερική του αποκατάσταση.
Με την ολοκλήρωση τους το κτίριο απέκτησε δυναμική και έτσι οι υπεύθυνοι μπόρεσαν να στρέψουν το βλέμμα τους στις εσωτερικές διακοσμήσεις, τοιχογραφίες και οροφογραφίες. Μάλιστα, χάρη στις παραπάνω ενέργειες είμαστε σήμερα σε θέση να μιλάμε για το μεγαλύτερο πλήρως αποκατεστημένο κτίριο σε αυτόν τον όγκο που μπορεί να δει κανείς σε τοιχογραφίες και οροφογραφίες. Τα ελάχιστα δε τυφλά του σημεία έχουν καλυφθεί από εκθέματα.
Ένας ακόμη σταθμός στην ιστορία του κτιρίου αποτελεί και το 2005 καθώς ήταν η χρονιά στην οποία άλλαξε η δομή του. «Τα περισσότερα μουσεία στην Ελλάδα, κυρίως τα αρχαιολογικά δεν είχαν μια σύγχρονη μουσειολογική μελέτη, αλλά παρουσίαζαν ένα φοβερό εκθετήριο, διότι ο επισκέπτης ακόμα και να μην ήξερε από αρχαιολογία και την σημασία των εκθεμάτων εντυπωσιαζόταν από τον πλούτο, τα χρυσά και τα αγάλματα. Τα λαογραφικά μουσεία συνέχισαν αυτή τη διαδικασία με αποτέλεσμα να μην υπάρξει ποτέ μουσειολογική μελέτη. Χρησιμοποιούσαν ένα λαογραφικό υλικό που δυστυχώς ήταν ίδιο σχεδόν σε όλη την Ελλάδα» αναφέρει στο «Ε» ο Διευθυντής του Λαογραφικού Μουσείου κ. Πασχάλης Ξανθόπουλος και εξηγεί «το 2005 αποφασίσαμε να αλλάξουμε την δομή, έχοντας ήδη την τύχη να συνεργαζόμαστε με ανθρώπους που ασχολούνταν με την μουσειολογία. Γράψαμε την νεότερη ιστορία της Ξάνθης σε συνεργασία με ιστορικούς και τεκμηριώσαμε όλες τις μαρτυρίες που είχαμε βάσει των αντικειμένων που είχαμε συγκεντρώσει, αλλά και με το αστικό υλικό που μας έφεραν Ξανθιώτες. Από το 2006 ήμασταν έτοιμοι να αρχίσουμε να μιλάμε για το τι συνέβη στην Ξάνθη από τα τέλη του 18ου-19ου αιώνα, μέσα δηλαδή σε μια εκατονταετία που η Ξάνθη άρχισε να αλλάζει μέχρι την περίοδο ακμής της. Βέβαια, το ίδιο το κτίριο για εμάς λειτούργησε ως ένα ανοικτό πια βιβλίο, μαρτυρώντας το τι συνέβη στην πόλη από την ακμή ως την παρακμή της και προσπαθήσαμε να το εντάξουμε και να αποτελεί το πιο βασικό στοιχείο και έκθεμα που μπορεί να έχει η πόλη».
Το μαγικό ταξίδι στα «χρονοδωμάτιά» του
«Το κτίριο ζωγραφίστηκε 3 φορές. Στην αποκατάσταση έχουμε μαρτυρίες αυτών, δηλαδή οι συντηρητές έχουν αφήσει δείγματα του 1860, του 1900, του 1930 και αν κανείς σκεφτεί ότι μετά ασπρίστηκε έχουμε τα σημάδια της ακμής και της παρακμής της πόλης» αναφέρει ο κ. Ξανθόπουλος σχετικά με τους χώρους του μουσείου και συμπληρώνει «τα ίδια του τα εκθέματα είναι πολύ σημαντικά. Υπάρχουν στοιχεία τόσο από τα αγροτοκτηνοτροφικά που είχαν συλλέξει στην πρώτη φάση της οργάνωσης του μουσείου μέχρι τα σύγχρονα αντικείμενα της περιόδου της ακμής της. Ένα τεράστιο αρχείο με περίπου 3500 έγγραφα της οικογένειας Κουγιουμτζόγλου που μαρτυρούν την ανάπτυξη της πόλης βάσης του καπνού, αλλά και εξαιρετικά αντικείμενα όπως σόμπες, λεκάνες, πορσελάνινα πιάτα και πολλά άλλα που ήρθαν και μαρτυρούν την επιρροή των μεγάλων οικογενειών από την Ευρώπη».
Κατά πόσο οι Ξανθιώτες γνωρίζουν την ιστορία τους;
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την σχέση των Ξανθιωτών με την ιστορία της πόλης μας ο κ. Ξανθόπουλος απαντά:
«Ο καθένας επειδή βιώνει μια πραγματικότητα την θεωρεί δεδομένη. Το 99% των Ξανθιωτών που πέρασαν από εδώ δεν ήξεραν την ιστορία της πόλης ή τουλάχιστον αυτό επιβεβαίωναν οι ίδιοι στο τέλος της ξενάγησης. Πιστεύω ότι η επίσκεψη στο μουσείο θα τους βοηθήσει να την γνωρίσουν καλύτερα. Μεγάλο μέρος των Ξανθιωτών επισκεπτών, μάλιστα, είναι γονείς που τους έφεραν τα παιδιά τους μετά από επίσκεψη τους με το σχολείο».
Οι ξένοι εντυπωσιάζονται από το «πάντρεμα» της Δύσης με την Ανατολή
«Οι ξένοι δεν έχουν αίσθηση της νεότερης Ελληνικής ιστορίας επομένως δεν μπορούν να γνωρίζουν τις διαφορές που συμβαίνουν ανάμεσα στις πόλεις και κυρίως τις επαρχιακές. Αυτό που είναι ενδιαφέρον για αυτούς, το ενθουσιώδες στοιχείο, είναι ότι βλέπουν κάτι που τους θυμίζει Ευρώπη και την ανάπτυξη της Ανατολής» αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος για τους επισκέπτες που έρχονται από άλλες χώρες.
«Πληγή» για το μουσείο ο αριθμός επισκεπτών του
Παρά τον όμορφο χώρο και τις δυνατότητες που προσφέρει το κτίριο και τα εκθέματα του το Λαογραφικό Μουσείο βλέπει τα τελευταία χρόνια να μειώνεται ο αριθμός επισκεπτών του δραματικά.
«Οι επισκέπτες είναι πάρα πολλοί λίγοι. Από το ταμείο του μουσείου βλέπουμε την επισκεψιμότητα που υπάρχει. Είναι 1 ευρώ η είσοδος για τους μικρούς και 2 για τους μεγάλους» σημειώνει ο κ. Ξανθόπουλος υπογραμμίζοντας ότι το μικρό αυτό αντίτιμο έχει μπει και για να συντηρείται το μουσείο, αλλά και για να επισκέπτονται τον χώρο μόνο όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά.
«Πριν από 3-4 χρόνια είχαμε πολύ μεγάλη επισκεψιμότητα από την εργατική εστία κυρίως τους καλοκαιρινού μήνες και αντίστοιχα σε άλλες περιόδους που μπορούσαν να έρθουν οργανωμένα, να παρακολουθήσουν το καρναβάλι ή τις γιορτές τις Παλιάς Πόλης, η δομή των οποίων ήταν διαφορετική, ήταν πιο οικογενειακή» καταλήγει ο ίδιος εντοπίζοντας σε αυτές ακριβώς τις αλλαγές των συνθηκών.
Τα λόγια του αποτυπώνονται και στους αριθμούς. Είναι χαρακτηριστική η μεγάλη μείωση των εσόδων του μουσείου το 2012 τα οποία συνολικά ανήλθαν σε 10. 258 ευρώ, ενώ την προηγούμενη χρονιά ήταν σχεδόν 15.000 ευρώ και την αμέσως προηγούμενη σχεδόν 16.000 ευρώ. Από το 2013 τα έσοδα αυξήθηκαν και έφτασαν τις 13.819 ευρώ. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα έσοδα δεν είναι ενδεικτικά της επισκεψιμότητας, καθώς το μουσείο υποστηρίζεται ενεργά από πολίτες και επιχειρηματίες της Ξάνθης, καθώς και από την πώληση κρασιού και βιβλίων.
Γεωργία Ταραξοπούλου