Αρχική Αρχείο Παλαιότερων Άρθρων Αρχείο Αρθρογραφίας 2008 Έτσι γιορτάζει η Ελλάδα την Πρωτοχρονιά

Έτσι γιορτάζει η Ελλάδα την Πρωτοχρονιά

0

Κάθε τόπος έχει τις παραδόσεις του που σε πολλές περιπτώσεις είναι κοινές και διαμορφώνουν την εικόνα που δίνουν οι Έλληνες γιορτάζοντας την Πρωτοχρονιά, το νέο, το χαρούμενο, το αισιόδοξο που θέλουν να είναι καθαρό από κάθε άσχημο και ‘βρώμικο’ που παίρνει μαζί του ο παλιός χρόνος.
Ας παρακολουθήσουμε τα έθιμα που διατηρούνται μέχρι σήμερα και τα βρίσκουμε σε όλες τις γωνιές της χώρας.
– Την ώρα που μπαίνει ο καινούριος χρόνος οι νοικοκυρές ανοίγουν τη βρύση και την αφήνουν να τρέχει αρκετή ώρα. Πίστευαν ότι ο χρόνος έτσι θα κυλήσει ευχάριστα σαν το νερό της βρύσης.
– Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι δρόμοι γεμίζουν με τα «ποδαράκια»
Το ποδαρικό αποτελείται από μεγάλα πανέρια γεμάτα όλων των ειδών τις λιχουδιές (μπακλαβά, φρούτα, ξηρούς καρπούς, γαλοπούλα, κότα κ.ά). Συνήθως το πήγαιναν οι νεοαρραβωνιασμένες κοπέλες στην πεθερά τους αλλά και οι νιόπαντροι στην κουμπάρα τους ή και η μητέρα στη νονά του νεοφώτιστου μωρού της.
– Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς αφήνουν τα σκουπίδια μέσα στο σπίτι, για να μην πετιέται τίποτα όλη τη χρονιά.
– Νωρίς το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η μητέρα ή ο πατέρας έφερναν από τη θάλασσα δύο πέτρες και έλεγαν: «Καλημέρα Άη- Βασίλη, έφερά σου γεροσύνη, όλο μάλαμα κι ασήμι».
– Πολύ μεγάλη σημασία δίνουν στο πρόσωπο που πρωτομπαίνει στο σπίτι την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Αν όλα πήγαιναν καλά, κατά τη διάρκεια του χρόνου τον θεωρούσαν γουρλή, αν όχι, γρουσούζη και τον απέφευγαν όλοι.
– Το μεσημέρι της Πρωτοχρονιάς, κόβεται η βασιλόπιττα από το γεροντότερο της οικογένειας. Το πρώτο κομμάτι του Χριστού και ακολουθούν της Παναγιάς, του Άη- Βασίλη, του σπιτιού, της οικοδέσποινας, των λοιπών μελών της οικογένειας, του καϊκιού, του χωραφιού κ.λ.π.
– Την Πρωτοχρονιά όλη μέρα λένε καλημέρα από το πρωί ως το βράδυ. Το τραπέζι είναι στρωμένο όλη μέρα γεμάτο από καλούδια που έχει φτιάξει η νοικοκυρά : κουραμπιέδες, γλυκομακάρονα τηγανίτες με μέλι, ούζο, καρύδια, αμύγδαλα, ζεβλεπιές κάστανα.
Οι συγγενείς και φίλοι μπαίνουν και παίρνουν από το τραπέζι ότι θέλουν ανταλλάσσοντας μεταξύ τους ευχές όπως «Χρόνια Πολλά», «Καλή Χρονιά», «Ευτυχές το νέον ‘Έτος», « ότι ποθείτε στην οικογένειά σας».
– Το βράδυ της Παραμονής της Πρωτοχρονιάς ομάδες παιδιών αλλά και μεγάλων, έψαλλαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα γυρνώντας όλα τα σπίτια του χωριού. Οι νοικοκυρές τους φίλευαν γλυκά και μερικές φορές, χρήματα.
– Την Πρωτοχρονιά έστηναν τον Αποκριάτικο Χορό για να κυλήσει όλος ο χρόνος με γλέντια και χαρές. Πράγματι, οι διασκεδάσεις στα σπίτια δεν έλειπαν από τη γιορτή του Αγίου Αντωνίου και πέρα, όπως χαρακτηριστικά : «Απ’ τ’ Άη – Αντωνιού και πέρα δώσ’ του φουστανιού σου αέρα».
– Τις ημέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά συνήθιζαν να παίζουν με καρύδια και αμύγδαλα. Έκαναν ένα κύκλο και μέσα έβαζαν καρύδια και αμύγδαλα. Από μία ορισμένη απόσταση προσπαθούσε καθένα μ’ ένα μεγάλο καρύδι τη «μάνα» να βγάλει τα καρύδια έξω από τον κύκλο.
– Το παραδοσιακό φαγητό της Πρωτοχρονιάς είναι τα ντολμαδάκια ή γιαπράκια. Μ’ αυτό τον τρόπο ήλπιζαν ότι το σπίτι όλο το χρόνο θα είναι γεμάτο από καλά όπως τα γιαπράκια και το ρύζι.
Κοινά έθιμα
Την 31η Δεκεμβρίου, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές κρεμούν ένα στεφάνι από ελιά στην πόρτα του σπιτιού τους. Η νοικοκυρά ετοιμάζει την βασιλόπιτα (τη πίτα του Άη Βασίλη, που είναι γλύκισμα με ένα νόμισμα για τον τυχερό της χρονιάς).
Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύρης του σπιτιού βάζει πάνω στο τραπέζι το παξιμάδι του Άη Βασίλη, με ένα κερί αναμμένο στη μέση του παξιμαδιού, ένα πιάτο με κόλλυβα, ένα ποτήρι κρασί και το πορτοφόλι του, για να το ευλογήσει ο Άγιος Βασίλης, που θα έρθει μετά τα μεσάνυκτα.
Την πρώτη μέρα του χρόνου, δηλαδή την Πρωτοχρονιά οι κάτοικοι πηγαίνουν στην εκκλησία και όταν τελειώσει η λειτουργία ασπάζονται με φίλους και απόδημους του χωριού, που έχουν αρκετό καιρό να βρεθούν και εύχονται καλή χρονιά και ευτυχισμένη.
Μετά πηγαίνουν όλοι στα σπίτια τους, όπου περνούν το κατώφλι.
«Κι όσους έχετε στα ξένα να τους δείτε με το καλό με υγεία κι ευτυχία στο Θεό παρακαλώ».
Μόλις γυρίσει ο χρόνος ένας που βρίσκεται έξω από το σπίτι έρχεται κρατώντας ένα μαστραπά νερό και μια πέτρα. Είναι το ποδαρικό του σπιτιού.
Με το νερό ραντίζουν στα τέσσερα καντούνια (γωνιές) μέσα στο σπίτι μέχρι να ρθει τον επόμενο χρόνο η καινούργια πέτρα και εύχονταν «όπως η πέτρα είναι γερή έτσι να ναι και η υγειά σας όλο το χρόνο». Ο αφέντης επίσης σπάει το ρόδι. Μπαίνει τρία βήματα μέσα και λέει: «ένα, δύο, τρία μέσα τα καλά.» κάνει τρία βήματα πίσω και λέει «ένα, δύο, τρία έξω τα κακά». Σπάει μετά το ρόδι σε μια γωνιά της πόρτας και αφήνει σαράντα κούνια μέσα στο σπίτι για σαράντα ημέρες. Πολλές φορές το νερό το φέρνουν το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Σηκώνονται πολύ πρωί πριν βγει ο ήλιος και το νερό το λένε αμίλητο, γιατί καθώς το φέρνουν δεν μιλάνε καθόλου. Ρίχνουν στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού νερό και λένε «όπως τρέχει το αθάνατο νερό έτσι να τρέχουν και τα καλά και τα πλούτη στο σπίτι». Όταν γυρίσει ο χρόνος κόβουν την βασιλόπιτα. Αυτού που θα του τύχει το φλουρί θεωρείται τυχερός και το φυλάει.
Το πρωί επίσης της Πρωτοχρονιάς σφάζανε έναν μαύρο πετεινό που τον φυλάγανε όλο το χρόνο για αυτή την ημέρα. Έπρεπε να είναι οπωσδήποτε μαύρος. Γυρίζανε ανατολικά το κεφάλι του, τον σφάζανε και τον κάνανε σούπα. Έθιμο τη μέρα αυτή είναι η μπουλιστρίνα. Οι γιαγιάδες, οι παππούδες και οι συγγενείς μαζεύονται και κάνουν την μπουλιστρίνα κυρίως στα παιδιά.
Τα «ρουγκατσάρια»
Στη Μακεδονία οι άντρες την πρωτοχρονιά αναβιώνουν τα «ρουγκατσάρια», δηλαδή μασκαρέματα, μια καθαρά διονυσιακή γιορτή, που γιορτάζονταν και στην αρχαιότητα την ίδια ακριβώς εποχή και ονομάζονταν «Διονύσια» Το έθιμο ζει και σήμερα στη Βέροια, τη Νάουσα, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τη Σιάτιστα και αλλού. Ο Διόνυσος δεν είναι μόνο θεός του κρασιού και προστάτης των αμπελιών αλλά και θεός που πεθαίνει και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο, η προσωποποίηση δηλ. της βλάστησης που αρχίζει την άνοιξη και ξεραίνεται το χειμώνα. Έτσι, τις δύο μορφές του Διόνυσου, του γερο-χειμώνα και της νεαρής άνοιξης, παρασταίνουν οι «ρουγκατσάρηδες», ντυμένοι και μασκαρεμένοι ανάλογα. Ο ένας τύπος καμπούρης, κουρελής και γερασμένος, ο άλλος, δυνατός και καλοντυμένος. Ένα τρίτο πρόσωπο του διονυσιακού θιάσου είναι η «Μπούλα», η κοπέλα δηλ. που συμβολίζει τη βλάστηση και τη νέα ζωή. Στα δρώμενα, η Μπούλα τα φτιάχνει με το νέο και προσπαθεί να ξεφύγει από την επίβλεψη του γέρου, πράγμα που τελικά το καταφέρνει.
Έθιμα σαν τα παραπάνω συναντούμε σε πολλές ακόμα περιοχές της πατρίδας μας, όλα διονυσιακά, πανάρχαια ελληνικά, γνήσια λαϊκά, που άντεξαν στο χρόνο και στην πολιτισμική μας αλλοτρίωση.
Έθιμα με ρίζες στην αρχαιότητα
Τα περισσότερα από τα πανελλήνια ή τοπικά έθιμα της πρωτοχρονιάς είναι κατάλοιπα λατρευτικών τελετών της ελληνικής αρχαιότητας και της ρωμαϊκής εποχής και κάποια άλλα έχουν μεταφερθεί από γειτονικές χώρες και προσαρμόστηκαν στα δικά μας μέτρα.
Για παράδειγμα, κάλαντα συναντούμε και στην εποχή του Ομήρου. Συνήθιζαν και τότε οι χωρικοί (και ο ίδιος ο Όμηρος) να γυρίζουν στα σπίτια των συγχωριανών τους και να τραγουδούν την «ειρεσιώνη», μια φορά την άνοιξη, παρακαλώντας τη γη να καρπίσει και μια φορά το φθινόπωρο, για να την ευχαριστήσουν για τη συγκομιδή των καρπών. Η ειρεσιώνη, κατά τον Παυσανία, ήταν ένα κλαδί ελιάς περιτυλιγμένο με μαλλί από το οποίο κρέμονταν διάφοροι καρποί της γης. «Αμφιθαλείς παίδες», δηλαδή παιδιά που είχαν και τους δύο γονείς στη ζωή, περιέφεραν την ειρεσιώνη από οικία σε οικία και έψελναν το ομώνυμο άσμα, που έχει ως εξής: «ειρεσιώνη σύκα φέρει και πίονας άρτους και μέλι εν κοτύλη και έλαιον αποψήσασθαι και κύλικ’ εύζωρον, ως αν μεθύουσα καθεύδη». Τα παιδιά, για τον κόπο τους, έπαιρναν από τους οικοδεσπότες ένα μικρό φιλοδώρημα.
Αλλά και η βασιλόπιτα, έλκει την καταγωγή της από πολύ παλιά. Κατά μία άποψη έχει ρωμαϊκή προέλευση και συγκεκριμένα από τα ρωμαϊκά «Σατουρνάλια» ή τα ελληνικά «Κρόνεια», γιορτές δηλ. αφιερωμένες στο Σατούρνο, το θεό Κρόνο, που γιορτάζονταν γύρω στις 25 του Δεκέμβρη και οι γιορτές, που κρατούσαν 7 ημέρες, ήταν γεμάτες τραγούδια, ξεφαντώματα, ακράτητη χαρά και ενθουσιασμό. Οι άνθρωποι αγκαλιάζονταν, φιλιόνταν και αντάλλασσαν μεταξύ τους δώρα. Ανάμεσα στα δώρα ήταν και φρούτα με χρυσά ή ασημένια νομίσματα μέσα τους. Σιγά-σιγά εγκατέλειψαν τα φρούτα κι άρχισαν να κρύβουν τα νομίσματα μέσα σε μεγάλες πίτες, σαν ένα σύμβολο καλής τύχης και πλούτου. Ο τυχερός, μάλιστα, του σπιτιού ή της παρέας που θα ’βρισκε το νόμισμα, ανακηρύσσονταν «βασιλιάς της βραδιάς» και γι’ αυτό η πίτα αυτή ονομάστηκε «βασιλόπιτα».

Επιμέλεια: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ

Περισσότερα Σχετικά Άρθρα
Περισσότερα άρθρα από ΕΜΠΡΟΣ
Περισσότερα άρθρα από Αρχείο Αρθρογραφίας 2008
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.

Μπορεί επίσης να σας αρέσει

Φέτος το αρνί έχει ταυτότητα!

Εντατικοποιούντ…